Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

28η Οκτωβρίου 1940


ΤΟ ΟΧΙ!!!


  Μεταξάς-Γκράτσι

Η Επέτειος του Όχι, αφορά την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις επί τελεσιγράφου που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στον Έλληνα Πρωθυπουργό, συνέπεια της οποίας ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Τις πρώτες πρωινές ώρες στις 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως. 
 Άγγελος Π.
Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940


Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 (στην Ελλάδα και Πόλεμος ή Έπος του 40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως Ελληνοϊταλικογερμανικός πόλεμος

Το μέτωπο είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ ολοκλήρου ορεινή περιοχή, η οποία επιπροσθέτως ήταν εξαιρετικά δύσβατη, λόγω του σχεδόν ανύπαρκτου οδικού δικτύου της. Η οροσειρά της Πινδου  χώριζε το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.
Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς»), προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Ακολουθούσε, μετά την άφιξη των ενισχύσεων, μια επιδρομή προς τη Δυτική Μακεδονία μέχρι τη Θεσσαλονικη , η οποία αποσκοπούσε στην κατάληψη της Βόρειας Ελλάδας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της παρέμβασης και της Βουλγαρίας, η οποία θα κατελάμβανε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Το ιταλικό Γενικό Επιτελείο όρισε ένα Σώμα Στρατού για κάθε θέατρο επιχειρήσεων, τα οποία Σώματα σχηματίστηκαν από τις δυνάμεις που ήδη κατείχαν την Αλβανία. Το ισχυρότερο 25ο Σώμα «Τσαμουριά» (XXV Ciamuria) στην Ήπειρο, το οποίο αποτελούνταν από την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» (Ferrara), την 51η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» (Siena) και την 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro), συνολικά περίπου 30.000 άνδρες και 163 ελαφρά άρματα, θα βάδιζε προς τα Ιωάννινα, υποστηριζόμενο στα δεξιά από το "Παραλιακό Συγκρότημα", μια δύναμη αποτελούμενη από ένα Σύνταγμα Γρεναδιέρων και δύο Συντάγματα Ιππικού και στα αριστερά από την επίλεκτη 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» (Julia), η οποία θα προήλαυνε στην Πίνδο. Στο μέτωπο της Δ.Μακεδονίας, το 26ο Σώμα «Κορυτσά» (XXVI Corizza), αποτελούμενο από την 29η Μεραρχία Πεζικού «Πιεμόντε» (Piemonte) και την 49η Μεραρχία Πεζικού «Πάρμα» (Parma) θα τηρούσε αμυντική στάση. Συνολικά, η δύναμη που θα αντιμετώπιζαν οι Έλληνες ανερχόταν σε περίπου 85.000 άνδρες, υπό τις διαταγές του στρατηγού Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα.
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» («Ιταλία-Βουλγαρία», για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε επιβραδυντικές αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος - Μέτσοβο - Αλιάκμονας - Βέρμιο, διατηρώντας την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία. Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης. Στον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, διοικητή της 8ης Μεραρχίας, παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης.
Ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας αποφάσισε ότι δεν θα παραχωρούσε αμαχητί εθνικό έδαφος και οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία βόρεια των Ιωαννίνων στην περιοχή Ελαίας - Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου, που υπογράμμιζαν ότι κύρια αποστολή των δυνάμεων του ήταν η κάλυψη της Δυτικής Μακεδονίας και η φρούρηση της διάβασης του Μετσόβου και των οδών προς Αιτωλοακαρνανία.
Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες και ήταν:
  • Στην Ήπειρο η 8η Μεραρχία Πεζικού,υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο.
  • Στην περιοχή της Πίνδου, το «Απόσπασμα Πίνδου», υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, με δύναμη 2.000 ανδρών περίπου.
Οι Έλληνες είχαν μικρό πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους ( μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρεις σχηματισμούς συνταγμάτων έναντι δύο ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο πυροβολικό και τουφέκια έναντι των ιταλικών [12], αλλά δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης, ενώ οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στην απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα έναντι της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή, πράγμα το οποίο είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων. Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο».
Μετά τον Πόλεμο, πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί παρομοίαζαν την ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο με αυτή των Τούρκων στα Δαρδανέλια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να την αποδώσουν και στη συμμετοχή προσφύγων (περίπου 25%) από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.
 Μυρσίνη Κ. Δανάη Σ.

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ

Η εναρμόνιση των δραστηριοτήτων των δύο κύριων αντιστασιακών ομάδων που δρούσαν στο ελληνικό έδαφος (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ) καρποφόρησε κατά τη διάρκεια του 1942. Η πρωτοβουλία της βρετανικής Εκτελεστικής Επιτροπής Επιχειρήσεων να αποστείλει στην Ελλάδα πράκτορες για την οργάνωση επιχειρήσεων δολιοφθοράς σε βάρος των γερμανικών δυνάμεων βρήκε και τις δύο οργανώσεις πρόθυμες να συμμετάσχουν σε κοινό σχέδιο για την υπονόμευση της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας-Θεσσαλονίκης το φθινόπωρο του 1942. Η γραμμή αυτή είχε χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως μέσο μεταφοράς ενισχύσεων και εξοπλισμού στη βόρεια Αφρική και αποτελούσε ζωτικό κόμβο εφοδιασμού των στρατευμάτων του Rommel. Η επιχείρηση με την κωδική ονομασία "Harling" προέβλεπε κοινή δράση βρετανών πρακτόρων και ελληνικών αντιστασιακών ομάδων στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του ΕΛΑΣ για την αξία της επιχείρησης, η επιτυχία του σχεδίου στις 15 Νοεμβρίου 1942 προκάλεσε ενθουσιασμό και δημιούργησε ελπίδες για κλιμάκωση της ενιαίας δράσης των ελληνικών αντιστασιακών δυνάμεων ενάντια στις δυνάμεις του Αξονα.
                                                                                 Τέρης Γ.